Ανταγωνισμοί ζευγαριών
Θέλεις να έχεις δίκιο ή να περνάς καλά; Μια ερώτηση που θα χρειαστεί να την καλοσκεφτούμε όλοι και ιδιαίτερα οι σύντροφοι. Παρακολουθώ με πολύ ενδιαφέρον και προβληματισμό αυτό που συμβαίνει στις σχέσεις των ζευγαριών και η πολύχρονη πείρα μου στην υπηρεσία της ελληνικής οικογένειας, μου δίνει πιά το προνόμιο της στατιστικής. Βλέπω λοιπόν να επαναλαμβάνεται ένα μοντέλο τα τελευταία χρόνια που είναι το εξής: Ζευγάρι γύρω στα 40. Είναι σε γάμο ή σε συμβίωση τουλάχιστον 5-6 χρόνια, συνήθως έχουν δύο παιδιά, ένα γύρω στα 5-6 και ένα γύρω στα 2-3. Και οι δύο έχουν απαιτητικές δουλειές, συχνά επιτυχημένες με καλές απολαβές, συνήθως έχουν βοήθεια στο σπίτι τουλάχιστον για τα παιδιά, με λυμένα τα καθημερινά προβλήματα της διαβίωσης, και με μια κατάσταση ζωής τουλάχιστον υλικά που αρκετοί συνάνθρωποί τους θα ζήλευαν. Μέχρι εδώ όλα καλά θα πει ο αναγνώστης. Δεν έχουν κι όλοι αυτή την εύνοια της τύχης! Από εδώ όμως αρχίζει το σενάριο να γίνεται λίγο πιο προκλητικό. Κάποιο από τα παιδιά, συνήθως το μεγαλύτερο, αρχίζει να παρουσιάζει κάποια προβλήματα στην συμπεριφορά του. Δεν συνεργάζεται, δεν έχει καλούς τρόπους, θυμώνει, φωνάζει, γίνεται επιθετικό και γενικά δυσκολεύει τη ζωή των γύρω του, ασφαλώς και τη δική του. Αυτή η απότομη όπως λένε, αλλαγή, τους προβληματίζει και εκεί είναι που κάποιες φορές αναζητούν βοήθεια. Από εκεί αρχίζει να ξεδιπλώνεται το κουβάρι. Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη ….Αναζητούν βοήθεια για το παιδί αλλά δεν ξέρουν τι τους περιμένει! Δεν ξέρουν ότι σε πολύ λίγο στα πρώτα δεκάλεπτα της συνεδρίας, θα βγει στην επιφάνεια η δική τους ασυμφωνία, ο δικός τους ανταγωνισμός, το χάος της ανεπιτυχούς επικοινωνίας τους. Δεν θέλει καμιά εξειδίκευση για να το δεις. Ο ένας διακόπτει τον άλλον. Ο ένας αμφισβητεί τον άλλον. Κάνουν γκριμάτσες αποδοκιμασίας καθώς ακούν τον σύντροφό τους να περιγράφει αυτό που ζήτησα για τις συμπεριφορές του παιδιού, αναφέρονται στα γεγονότα σαν να ζουν σε διαφορετικά σπίτια και δεν αργεί η ώρα, το έχω ζήσει και αυτό, να ξεκινήσουν έναν κανονικό καυγά. Να λοιπόν τι έμαθε να μιμείται το παιδί! Να τι αναπαράγει! Συνήθως προτείνω να τους δω χωριστά για να καταλάβω λίγο περισσότερο τον στόχο του καθενός. Θέλουν αυτοί οι άνθρωποι να είναι μαζί άραγε ή όχι; Ε λοιπόν δεν έχω στατιστικά στοιχεία που λένε ότι δεν θέλουν να είναι μαζί. Θέλουν να βρουν τρόπο να συνυπάρξουν ήρεμα και με συνεννόηση αλλά δεν ξέρουν πώς. Είναι η ώρα να αρχίσει η ανακάλυψη μιας άλλης διαχείρισης που φαντάζει σαν εικονική πραγματικότητα στα αυτιά τους αρχικά, γιατί απλά δεν υπάρχει ούτε στο συνειδητό τους μα ούτε και στο υποσυνείδητο τους. Γιατί; Γιατί και οι ίδιοι δεν έχουν ζήσει την συντροφική σχέση των γονιών τους σαν ένα επιτυχημένο μοντέλο που να θέλουν να μιμηθούν. Άρα πώς να βρουν τα πατήματά τους; Να έτσι λοιπόν μεταφέρονται τα τραύματα από γενιά σε γενιά! Όσο οι άνθρωποι δεν μαθητεύουμε μέσα στα μονοπάτια της αυτογνωσίας, θα κουβαλάμε τα μπαγκάζια μας μέχρι που, ή να μας θάψουν μέσα στο συμβιβασμό και την δυστυχία ή να αποφασίσουμε να τα διαχειριστούμε. Κατ’ αρχήν. Ας χαλαρώσει ο αναγνώστης που αναγνωρίζει τον εαυτό του στα παραπάνω. Δηλώνω υπεύθυνα πως αυτή είναι η πλειοψηφία και είναι κάπως αναμενόμενο να είναι έτσι όπως είναι. Αυτό που προέχει για να μας καθησυχάσει λίγο, είναι να εντοπίσουμε την συχνότητα και την ποιότητα των διαφωνιών. Αυτά τα δύο (η συχνότητα και η ποιότητα) είναι που θα μας αποκαλύψουν το μέγεθος του προβλήματος. Ας έχουμε κατά νου ακόμη, ότι και η αξιολόγηση της συχνότητας και της ποιότητας δεν είναι νομοτελειακή. Ο καθένας θα δώσει άλλο βάρος. Και αυτή είναι η αρχή του προβλήματος μα και της λύσης. Έχουμε να κάνουμε με την ιδιωτική λογική [1] του καθενός, οπότε η διαφορετική τοποθέτηση (όχι απαραίτητα η διαφωνία) είναι αναμενόμενη. Έχουμε δύο ανθρώπους διαφορετικού φύλου, που προέρχονται από διαφορετικές οικογένειες, διαφορετικό σύστημα αξιών, διαφορετική κουλτούρα, έχουν ατενίσει την ζωή από διαφορετική οπτική σύμφωνα με τη θέση τους μέσα στον οικογενειακό αστερισμό [2] και ασφαλώς έχουν διαφορετική παιδεία. Πώς λοιπόν μέσα σε τόσες διαφορές να προκύψει η συμφωνία; Θα ήταν μάλλον περίεργο να υπάρξει. Το θλιβερό είναι ότι οι άνθρωποι, όχι μόνον δεν το γνωρίζουν αυτό, αλλά από μια παγιωμένη υπόθεση, θεωρούν ότι το υγιές είναι να συμφωνούν. [1] Ιδιωτική Λογική όρος που εισήγαγε ο Alfred Adlrer και αφορά το σύστημα αξιών και πεποιθήσεων του καθενός το οποίο είναι μοναδικό όπως το δακτυλικό του αποτύπωμα. Μάλιστα πιστεύουν πως όλοι οι άλλοι έχουν κατακτήσει την πλήρη συμφωνία και μόνο εκείνοι δυσκολεύονται. Τι τραγικό! Κανείς δεν τους έχει πει πως η απόλυτη συμφωνία των ζευγαριών συναντιέται μόνο στο σινεμά! Ξεχνούν ότι ακόμη και από τα πρώτα κοινά τους βήματα, (πιθανά ερωτευμένοι και χαλαροί από υποχρεώσεις) δεν συμφωνούσαν αν θα πάνε σινεμά ή για φαγητό, αν θα φάνε κρέας ή ψάρι, αν θα δουν αστυνομικό ή κοινωνικό στο Netflix και τώρα θέλουν να συμφωνήσουν για θέματα της καθημερινότητας που τις περισσότερες φορές είναι πρακτικά, βαρετά, υποχρεωτικά και αναγκαία. Τα περισσότερα ζευγάρια δεν τσακώνονται για σοβαρά θέματα, γιατί η ζωή δεν έχει κάθε μέρα σοβαρά θέματα για αποφάσεις. Τσακώνονται για το ποιος θα κατεβάσει τα σκουπίδια, ποιος θα αδειάσει το πλυντήριο πιάτων και ποιανού ευθύνη είναι να θυμηθεί τις υποχρεώσεις που είναι άλλωστε και καθημερινές και πολλές ή για λίγο πιο άυλα θέματα όπως αποδείξεις νοιαξίματος, εκδηλώσεις τρυφερότητας, ερμηνείες συμπεριφορών και ασφαλώς τσακώνονται για τα παιδιά. Ας διαβάσει ο αναγνώστης και το άρθρο Διαφωνίες Γονέων Εκεί λοιπόν ελλοχεύει ο κίνδυνος της ανταγωνιστικής αντιπαράθεσης με μια περιττή επιχειρηματολογία, η οποία άπτεται πολλές φορές προσωπικών πεποιθήσεων, οι οποίες δεν λογίζονται βέβαια ως πεποιθήσεις (πράγμα που είναι και προσωπικό και αμφισβητήσιμο) αλλά σαν θέσφατες πανανθρώπινες αλήθειες. Δηλαδή, ο καθένας πιστεύει πως η θέση του είναι η σωστή και ο άλλος οφείλει να την ακολουθήσει. Ούτε λόγος για διαπραγμάτευση. Ούτε λόγος για αμφισβήτηση της προσωπικής θέσης. Μεγάλη όμως αμφισβήτηση για τη θέση του άλλου. Ας δούμε ένα πολύυυυ καθημερινό παράδειγμα. Ο ένας, ας πούμε ο άνδρας, έχει στο νου του ότι τα του οίκου είναι ευθύνη της γυναίκας, (αυτή την πεποίθηση έχει εγκατεστημένη), έτσι, ούτε που του περνούν από το μυαλό κάποιες καθημερινές υποχρεώσεις. Στην καλύτερη, περιμένει από τη γυναίκα του να του θυμίσει να πάρει τα σκουπίδια (γιατί και η μαμά του κάπως έτσι έκανε με τον μπαμπά του) και τις περισσότερες φορές πρόθυμα ή απρόθυμα θα το κάνει. Η γυναίκα τώρα η οποία δεν έχει την ίδια πεποίθηση για το θέμα, περιμένει να αναπτύξει και ο άνδρας ακριβώς την ίδια ευθύνη με εκείνη για τα του οίκου τους και κάθε φορά που προκύπτει κάποιο θέμα, πυροδοτείτε μέσα της μια έντονη διάθεση κριτικής και αντιπαράθεσης. Αν η πιο πάνω άποψη του άνδρα, της ήταν γνωστή, πιθανόν να το διαχειριζόταν αλλιώς. Πιθανόν να μην τον είχε επιλέξει για σύντροφο. Πολύ συχνό είναι βέβαια το γεγονός ότι ξέρουμε τις διαφορές μας με τον άλλο αλλά πιστεύουμε ότι στην πορεία θα καταφέρουμε να τον αλλάξουμε. Το να συμβιβαστούμε ως επιλογή έρχεται στην πορεία. Έτσι λοιπόν αν γυρίσω πίσω στη γυναίκα και στα σκουπίδια, κάποιες φορές κάνει πως δεν βλέπει, κάποιες άλλες γκρινιάζει εσωτερικά και κάποιες άλλες επειδή μπορεί να είναι φορτισμένη και με άλλα θέματα επιτίθεται στον άνδρα. Ο άνδρας τώρα δεν αντιλαμβάνεται καθόλου την όλη επιθετικότητα για μια σακούλα σκουπίδια γιατί δεν έχει καταλάβει όλο τον προηγούμενο εσωτερικό συλλογισμό που η σύντροφός του κάνει κατ’ εξακολούθηση και ασφαλώς δεν μπορεί με τίποτα να δικαιολογήσει την επιθετικότητά της. Άλλοτε λοιπόν θίγεται και άλλοτε θυμώνει (ανάλογα με την ιδιωτική του λογική) και έτσι αρχίζει να ραγίζει το γυαλί. Τώρα αν εκτός από τα σκουπίδια έχουμε και αμέτρητες άλλες καθημερινές διαφορετικές αντιμετωπίσεις, καταλαβαίνουμε τι γίνεται όταν προκύψουν και τα παιδιά που επιφορτίζουν το ζευγάρι και με μεγαλύτερες ευθύνες αλλά και με δυσκολότερες αποφάσεις. Να γιατί εκεί γύρω στα 5 του μεγάλου παιδιού έρχονται αντιμέτωποι με τα όριά τους. Γιατί έχουν ήδη ζυμωθεί με την αντιπαράθεση και τον ανταγωνισμό για αρκετό καιρό και τώρα έρχεται και το κερασάκι της τούρτας να τονίσει την διαφορετικότητά τους. Το ερώτημα λοιπόν όπως λέει και ο τίτλος είναι: «Θέλεις αγαπητέ ή αγαπητή να έχεις δίκιο ή να περνάς καλά;». Το να βρεις το δίκιο σου δεν είναι καθόλου εύκολο και αυτό γιατί θα πρέπει να ανοίξεις διάπλατα τις πόρτες της εσωτερικής σου αλήθειας, να την επικοινωνήσεις απλά, κατανοητά και χωρίς μομφή, ενώ παράλληλα ο άλλος είναι σε θέση και να την αντιληφθεί, να την σεβαστεί, και είναι έτοιμος να κάνει το ίδιο. Οι άνθρωποι δεν συντονίζονται απολύτως σε τέτοιους είδους θέματα όμως, οπότε μοιάζει μάλλον ανέφικτο. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο χρειάζονται γνώσεις που σίγουρα δεν έχει το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων και ας έχουν πολύ υψηλές αποδόσεις και πτυχία σε τομείς του δικού τους γνωσιακού αντικειμένου. Βλέπεις χρειάζεται συναισθηματική νοημοσύνη μια τέτοια συνθήκη την οποία δεν διαθέτουμε αν δεν εκπαιδευτούμε σ’ αυτήν. Αυτά τα ανθρωπιστικά και τα κοινωνικά θέματα δεν τα μαθαίνει κάποιος παρά μόνον αν τα σπουδάσει ή στην καλύτερη περίπτωση αν έχει διαβάσει αρκετά ή αν έχει αρκετή πείρα ζωής. Όλη η ιστορία λοιπόν βασίζεται στην βαθιά ανάγκη του ανθρώπου να εισπράττει την δικαίωσή του (κάτι που είναι κομβικής σημασίας για όλους ώστε να αισθάνονται ψυχικά υγιείς) μέσα από την αναγνώριση της θέσης του ως ορθή και σημαντική. Δηλαδή θέλουμε να νοιώθουμε ότι ο άλλος και αναγνωρίζει την αλήθεια μας και μας δικαιώνει γι’ αυτήν. Πόσο ουτοπικό ακούγεται όταν το συνειδητοποιείς ε; Επειδή τελικά όλοι έχουμε την ίδια ακριβώς ανάγκη προκύπτει το καρφί του ανταγωνισμού που αν ξεκινήσει χώνεται όλο και πιο βαθιά και καταστρέφει σχέσεις, οικογενειακή γαλήνη και μαζί με αυτά καταστρέφει ζωές, με πρώτη την ζωή του παιδιού που γίνεται μάρτυρας αυτής της πονετικής για το ίδιο συνθήκης που σιγά σιγά το εκπαιδεύει να την μιμηθεί. Έτσι ξεκινά την αντίρρηση, την επιθετικότητα, την έλλειψη συνεργασίας. Τι κάνει; Ότι και οι γονείς του! Το τραγικό της ιστορίας είναι ότι το παιδί έχει δύο δυσλειτουργικές συνέπειες. Από τη μία έχει το κακό παράδειγμα το οποίο μιμείται και ταυτόχρονα αρχίζει να αναπτύσσει συναισθήματα ανασφάλειας και φόβου γιατί νοιώθει στο πετσί του πως ο περίγυρος δεν είναι ασφαλής και αυτοί οι δύο σημαντικοί άλλοι που για εκείνο (το παιδί) είναι ένα αδιαίρετο σύνολο, φαίνεται να μην υποστηρίζουν το ίδιο (ότι όντως είναι αδιαίρετο σύνολο) με σθένος και πίστη. Θα μου πείτε το τρίχρονο ή το πεντάχρονο αντιλαμβάνεται την δυσαρμονία; Ασφαλώς και την αντιλαμβάνεται συναισθηματικά. Μπορεί νοητικά να μην είναι σε θέση να περιγράψει τίποτα και ασφαλώς δεν είναι τουλάχιστον μέχρι τα 5, αλλά από εκεί και πέρα αντιλαμβάνεται πως κάτι δεν πάει καλά, κάτι κινδυνεύει. Κάτι ανισορροπεί και μαζί του και το ίδιο. Τι προτείνω; Μετά από πολλά ζευγάρια που εργάστηκα μαζί τους και όσα πράγματι εργάστηκαν πρόκοψαν και κατάφεραν να συνεργαστούν. Προτείνω να μάθουν οι άνθρωποι «να περνούν καλά». Αυτό σημαίνει να αντιληφθούν πως αυτός που σταματά πρώτος το παιχνίδι του ανταγωνισμού, είναι ο πιο έξυπνος (δηλαδή δεν κοιμάται, δηλαδή είναι αφυπνισμένος) και είναι αυτός που κατάλαβε άρα μπορεί να κάνει την διαφορά. Τι χρειάζεται να καταλάβει; Αυτά που είπαμε παραπάνω. Πως είναι πολύ φυσικό να μην συμφωνούμε και ίσως το καλύτερο κατ’ αρχήν είναι να μοιράσουμε αρμοδιότητες όπου θα βαραίνει η γνώμη του καθενός. Ας πούμε στα διατροφικά θέματα γνωρίζει πχ η μαμά άρα ότι πει η μαμά. Στα θέματα τάξης και οργάνωσης γνωρίζει ο μπαμπάς κοκ. Αυτό σαν αρχή. Υπάρχουν όμως και θέματα για τα οποία δεν μπορούμε να ορίσουμε από την αρχή ποιανού αρμοδιότητα μπορεί να είναι. Στις περιπτώσεις αυτές χρειάζεται το ζευγάρι να μάθει να αναλύει το πρόβλημα για να μπορέσει να συνθέσει τη λύση. Χρειάζεται να μάθει να ακούει. Χρειάζεται να μάθει να μιλά χωρίς κατηγορίες. Χρειάζεται να αντιληφθεί η κάθε πλευρά πως ότι ήξερε πριν την συμβίωση μπορεί και να μην ισχύει πλέον. Οι νέες συνθήκες ιδιαιτέρως μετά την άφιξη των παιδιών αλλάζουν τελείως τον χάρτη και μαζί θα πρέπει να συνεργαστούν για να βρουν τη νέα συνθήκη η οποία είναι νέα και για τους δύο. Αν οι άνθρωποι μάθουν να μπαίνουν σε μια σχέση έτοιμοι να αποχωριστούν αυτό που ήξεραν ως τώρα και πρόθυμοι να δημιουργήσουν κάτι καινούργιο ΜΑΖΙ, άλλος αέρας θα αρχίσει να φυσά μέσα στα σπίτια μας. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται να δηλώσουν πρώτα μέσα τους και μετά έξω τους πως μπαίνουν σε σχέση συμβίωσης και φέρνουν παιδιά στον κόσμο για να ολοκληρώσουν το «εμείς». Το «εγώ» έχει μείνει στην άκρη χωρίς να σημαίνει ότι δεν θα διευκολύνει ο καθένας τον άλλον μέσα στο μέτρο των δικών τους συνθηκών να υπάρχουν και σαν μονάδες εκτός από σύζυγοι. Συ-ζυγοι σημαίνει στον ίδιο ζυγό. Αντί λοιπόν να εναντιωνόμαστε και να αποτραβιόμαστε από την ζεύξη (την ένωση) είναι καλύτερα να μάθουμε τρόπους να κατανοήσουμε, να αποδεχτούμε, να συμπονέσουμε και να συγχωρέσουμε τον ενωμένο με εμάς συνοδοιπόρο δίνοντας αυτό που θέλουμε να πάρουμε. Συχνά όταν αναφέρομαι σ’ αυτή τη ενδιαφέρουσα τοποθέτηση του «δώσε αυτό που θέλεις να πάρεις» τα μάτια με κοιτούν παράξενα, ο νους θέλει χρόνο να το επεξεργαστεί αλλά η καρδιά καταλαβαίνει. Γλυκαίνει η έκφραση και τα χαρακτηριστικά χαλαρώνουν. Τώρα το αν θα το κάνουν ή όχι είναι θέμα απόφασης, καλής πρόθεσης και συχνά χρειάζονται χρόνο για να καταλαγιάσουν οι εγωισμοί και να αντιληφθούν πως το συμφέρον τους είναι η ζεύξη και όχι η επιβολή της προσωπικής ανάγκης, επιθυμίας ή προσδοκίας. Αν δε όλη αυτή η πορεία γίνει σαν μια διαδικασία για προσωπική εξέλιξη και δεν εκλαμβάνεται ως συμβιβασμός ή υποταγή, τότε έχουμε ένα δυνατό δίδυμο που μπορεί να αποτελέσει ένα εξαιρετικό πρότυπο για τα παιδιά που ακολουθούν το παράδειγμα με βήμα ταχύ και σταθερό. Τότε παύει να έχει σημασία το ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, έχει σημασία το να περνάμε όλοι καλά γιατί στοχεύουμε στην συνεργασία, στην ανάληψη ευθύνης παράλληλα με την χαρά και την ενίσχυση του «εμείς». Αυτό είναι που δίνει δύναμη σε ολόκληρη την οικογένεια πλέον να πορευτεί σβέλτα και δυναμικά προς την επούλωση των τραυμάτων της κοινωνίας. Αλλάζει ο γονιός, αλλάζει το παιδί, αλλάζει η κοινωνία. Ερατώ Χατζημιχαλάκη – Οικογενειακή Σύμβουλος
|