goneis oria

Το συναίσθημα της αδικίας.

 

Μπορεί να εκλείψει ο θυμός των γονιών για τα παιδιά τους;

Ένα εξαιρετικά συνηθισμένο συναίσθημα το οποίο έχει νοιώσει κάθε άνθρωπος που βιώνει τη σύγχρονη ζωή περιστοιχισμένος από άλλους. Ξεκινά από τα αρχικά νηπιακά στάδια του ανθρώπου και τον συνοδεύει σε όλη την ενήλικη ζωή του και αν δεν κάνει κάτι για να το απαλείψει οριστικά και αμετάκλητα, τον συνοδεύει μέχρι το βαθύ του γήρας.

Όταν νοιώθει κάποιος αδικημένος τοποθετεί τον εαυτό του σε μια θέση κατώτερη, μιας και αισθάνεται ανίκανος και ανεπαρκής να υπερβεί την αιτία που τον κάνει να νοιώθει, όπως νοιώθει.  Είναι δηλαδή σαν να μην έχει επιλογή αλλά να πρέπει να υποστεί τις συνέπειες των συμπεριφορών του άλλου (εκείνου που υποτίθεται ότι τον αδικεί).

  • Αλήθεια δεν έχει κάποιος επιλογή;
  • Πράγματι βρίσκεται σε θέση που δεν μπορεί παρά να υποστεί τις συνέπειες της συμπεριφοράς του άλλου;
  • Υπάρχει περίπτωση να μην επιτρέψει να υποστεί τις συνέπειες;
  • Μπορεί να πει π.χ. πως δεν του αρέσει αυτή η συμπεριφορά και έτσι να κάνει ξεκάθαρο στον άλλον πως είτε συνεχίσει είτε όχι την συμπεριφορά αυτή, εκείνος δεν θα την εισπράττει πια;
  • Μπορεί να απομακρυνθεί ώστε να μην την υφίσταται;
  • Μπορεί να κατανοήσει τα κίνητρα που οδήγησαν τον άλλο σε όποια συμπεριφορά τον οδήγησε στο συναίσθημα της αδικίας και αναλόγως να τα αποδεχτεί ή όχι;
    • Αν αναγνωρίσει και αποδεχτεί τα κίνητρα του άλλου, αλλάζει το συναίσθημα της αδικίας;
    • Αν δεν αποδεχτεί τα κίνητρα του άλλου, μπορεί να αποφασίσει τι θα κάνει για να πάρει τη δύναμή του πίσω, μιας και αποδίδοντας την αιτία του συναισθήματος στον άλλον του την παραχωρεί;

Μια διαδικασία που χρειάζεται να γίνει συνειδητά και εξ αποφάσεως.   Χρειάζεται να αντιληφθεί (ο αδικημένος) πως όλη αυτή η συνθήκη βασίζεται στο αίσθημα μειονεξίας που τον βάζει σε κατώτερη θέση,  με συνέπεια να νοιώθει πως όλα εξαρτώνται από την δύναμη του άλλου.  Ας έχει δε κατά νου, πως οι συμπεριφορές του άλλου (εκείνου που αδικεί)   πολύ συχνά διέπονται από το δικό του αίσθημα μειονεξίας το οποίο υπεραναπληρώνεται με συμπεριφορές αλαζονικές μόνο και μόνο για να καλύψει – παρηγορήσει τον μειονεκτικό εαυτό του «παίζοντας» τον ρόλο του δυνατού.   Παίζουμε πολλά τέτοια παιχνίδια οι άνθρωποι.  Μόνο που τα παίζουμε χωρίς να το ξέρουμε.  

Η διαδικασία λοιπόν που οδηγεί στην αδικία, έχει εγγραφεί στην ιδιωτική λογική του ενήλικα όταν ακόμη ήταν παιδί.  Κάθε φορά που ως παιδί βίωνε πως μια ανάγκη του ή μια επιθυμία του δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί ή ένοιωθε τα επικριτικά σχόλια ή την επικριτική ματιά του ενήλικα, ανήμπορος να αντισταθεί του παρέδιδε την δύναμη του.  Και αυτός, ο ενήλικας,  έχοντας πλήρη άγνοια για το τι γινόταν μέσα στη συνείδηση του παιδιού μα και στη δική του, την κρατούσε αυτή τη δύναμη γερά, γιατί έτσι κάλυπτε και εκείνος τη δική του μειονεξία – ανεπάρκεια.  Έτσι ο μικρός ανυπεράσπιστος, κατέγραφε πως κάθε φορά που δεν γίνεται το δικό του αντιμετωπίζει ένα δυσάρεστο συναίσθημα.  Συνήθως είχαν προηγηθεί εσωτερικοί άλλοτε συνειδητοί και άλλοτε ασυνείδητοι διάλογοι, που το οδηγούσαν στο δυσάρεστο συναίσθημα της αδικίας.  Η βαθιά αιτιολογία για όλο τούτο βασίζεται στο γεγονός πως ως εγωκεντρικό ον θεωρούσε  δικαίωμά του την όποια κάλυψη της ανάγκης ή της επιθυμίας του. Ο άλλος δε ο ενήλικας τις πιο πολλές φορές δεν αντιλαμβανόταν καν τι συμβαίνει ή και αν αντιλαμβανόταν θεωρούσε πως αυτός είναι ο σωστός τρόπος αντιμετώπισης.    Όλα γίνονταν αυθαίρετα και ανομολόγητα.  Καταγράφονταν όμως και έπαιρναν μέρος δυναμικά μέσα στο σύστημα αξιών και πεποιθήσεων που διαμόρφωνε ως εξελισσόμενο ον το παιδί μέσα στη ζωή.  Αυτή η ιστορία του δυνατού και του αδύνατου, του αδικημένου και του άδικου, του θύτη και του θύματος καλά κρατεί και έτσι έχουμε ενήλικες να πιστεύουν ότι δεν μπορούν να υπερβούν το συναίσθημα της αδικίας ακολουθώντας την ιστορία του ελέφαντα που τον έδεσαν σε ένα μικρό πασαλάκι όσο ήταν μικρός και ενώ μεγάλωσε και θα μπορούσε να ξεριζώσει ολόκληρο δένδρο με μια του μικρή προσπάθεια, παραμένει ακόμη δεμένος στο πασαλάκι του.

Ερωτήματα προς διερεύνηση:

  • Γιατί δίνω την δύναμή μου σε εκείνον τώρα;
  • Ποια ανάγκη μου ή επιθυμία μου δεν ικανοποιείται;
  • Είναι πράγματι ανάγκη ή επιθυμία;
  • Μήπως είναι προσδοκία;
  • Ξέρω την διαφορά μεταξύ των προηγουμένων εννοιών;
    • Αν είναι ανάγκη ο άλλος το ξέρει;
    • Αν είναι επιθυμία μήπως παρεμβαίνει στα δικαιώματα του άλλου;
    • Αν είναι προσδοκία έχω την πρόθεση να την υπερβώ;
  • Το γνωρίζει ο άλλος πως νοιώθω έτσι;
  • Αν όχι θέλω να του το πω;
  • Αν δεν θέλω γιατί δεν θέλω; Τι σκέφτομαι; Τι αισθάνομαι;
  • Αν θέλω να του το πω, πότε σκοπεύω να το κάνω;
  • Ξέρω τα κίνητρα του άλλου που τον κάνουν να συμπεριφέρεται έτσι;
    • Είναι αγαθά ή όχι;
    • Βασίζονται σε σκοπό συνειδητό ή μήπως δεν αντιλαμβάνεται τις συνέπειες που δημιουργεί σε μένα;

Το ερωτηματολόγιο μπορεί να συνεχιστεί αν ο αναζητητής θέλει να βρει λύση.  Το βέβαιο είναι ότι αφού αναζητά θα βρει! Το ότι  είναι ικανός να βρει τη λύση, είναι βέβαιο.  Χρειάζεται να αποφασίσει  για το αν είναι διατεθειμένος να κάνει τη δουλειά που χρειάζεται για να υπερβεί την πεποίθηση.  Μπορεί να είναι μόνο μια μικρή ελάχιστη προσπάθεια να παρασύρει το πασαλάκι του.  Μπορεί και λίγο μεγαλύτερη γιατί το πασαλάκι έχει παραχωθεί καλά με τα χρόνια.     Αν δεν θέλει καν να μπει στη διαδικασία της αναζήτησης αλλά περιμένει από τον άλλο να κάνει το μερίδιο που τον αφορά και εκείνος απλώς να απολαύσει το αποτέλεσμα ας σκεφτεί πως «ναι» του παραχωρεί τη δύναμή του.   

Μετά από αυτή την εμβάθυνση είναι βέβαιο ότι το συναίσθημα της αδικίας αποδυναμώνεται και μαζί και το δευτερογενές συναίσθημα του θυμού που έπεται συνήθως.

Την δύναμη την έχουμε στα χέρια μας και κανείς δεν μπορεί να την πάρει εκτός αν την εκχωρήσουμε.  Αρκεί να ξέρουμε τον λόγο και να το κάνουμε συνειδητά και εξ αποφάσεως. 

 

Ερατώ Χατζημιχαλάκη – Οικογενειακή Σύμβουλος

www.allazo.gr