Diafonies gonewn3
 Διαφωνίες γονιών – Επιτρεπτικός ή όχι;
 

 

Εσύ τι γονιός θέλεις να είσαι και τι νομίζεις πως τελικά είσαι;

Ένα θέμα που συναντώ ιδιαίτερα συχνά στις συνεδρίες μου είναι η διαφορετική αντιμετώπιση – συχνά αντιδιαμετρική –  από τους  δύο γονείς, για θέματα  που αφορούν την διαπαιδαγώγηση.   Ασφαλώς και δεν περιμένουμε δύο άνθρωποι,  κατ’ αρχήν διαφορετικού φύλου, που προέρχονται από διαφορετικά περιβάλλοντα, με διαφορετική μόρφωση, ίσως και διαφορετική κουλτούρα, που συναντήθηκαν διαμορφωμένοι πια και αποφάσισαν να ενώσουν τη ζωή τους, να έχουν ταυτόσημες απόψεις.  Αυτό είναι κινηματογραφικό σενάριο! Δεν είναι η πραγματική ζωή. Η διαφωνία είναι απολύτως αναμενόμενη και από μία πλευρά υγιής. Τείνει όμως να γίνει νοσηρή και ιδιαιτέρως ανησυχητική όταν είναι συχνή ή ακόμη χειρότερα συνεχής.  Πολλά πράγματα στη ζωή είναι επιτρεπτά. Αυτό που τα κάνει απαγορευτικά είναι η συχνότητα και η ποιότητα.  Δεν αναφέρομαι λοιπόν σε τούτο το άρθρο στην διαφορετική άποψη, ή στην διαφορετική αντιμετώπιση καταστάσεων, που είναι πλούτος και στη ζωή του ζευγαριού αλλά και σε εκείνη του παιδιού.   

Θέλω να στρέψω την προσοχή του αναγνώστη σε εκείνες τις περιπτώσεις που ο ένας ας πούμε γονιός, αρνείται να ικανοποιήσει κάποια επιθυμία του παιδιού (δεν έχει σημασία εδώ αν είναι σωστό ή λάθος π.χ. δεν θα πάρεις  το tablet,  δεν θα φας άλλη καραμέλα)  και ο άλλος γονιός  παίρνει εμφανώς διαφορετική θέση παρουσία του παιδιού.  Συχνά η παρέμβαση αυτή γίνεται «δήθεν» χαριτωμένα (π.χ. έλα μαμά άσε τον Δημητράκη να πάρει το tablet, έλα για λίγο μόνο).  Η χαριτωμένη αυτή παρέμβαση του μπαμπά (δεν είναι τυχαίοι οι ρόλοι που αποδίδονται στο παράδειγμα, είναι συχνή αυτή η συνθήκη, η μαμά να λέει «όχι» και ο μπαμπάς να λέει «ναι» χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχει και το αντίθετο) ασφαλώς ικανοποιεί το παιδί, το οποίο ως μόνο στόχο έχει να καλύψει την επιθυμία του.  Είναι αυταπόδεικτο πως όταν κάποιος καλύπτει την επιθυμία του άλλου γίνεται πιο αρεστός αλλά ας μην μείνουμε σ’ αυτό.  Ο λόγος που δεν χρειάζεται να δώσουμε έμφαση στο προηγούμενο είναι γιατί το παιδί είναι πολύ εγωκεντρικό και το μόνο που το νοιάζει είναι να καλυφθεί η επιθυμία του.  Δεν είναι απαραίτητο όπως συχνά ακούω πως θα αγαπήσει τελικά τον μπαμπά που του παρέχει, περισσότερο από τη μαμά που του στερεί.  Όχι δεν είναι απαραίτητο.  Το παιδί είναι πολύ πιο δίκαιο και σοφό από τους γονείς.  Αγαπά και τους δύο το ίδιο.   Προτιμά βέβαια όποιον του καλύπτει τις επιθυμίες του στο εδώ και τώρα αλλά νοιώθει ασφαλέστερο με εκείνον που βάζει όρια. Αυτό είναι κάτι που είναι άγνωστο στο μεγάλο ποσοστό των γονέων.   Ότι κι αν νοιώσει λοιπόν για τον έναν ή τον άλλον σε λίγο θα το έχει ξεχάσει. Αυτή η δυνατότητα των παιδιών να είναι στο απόλυτο εδώ και τώρα είναι αλήθεια ζηλευτή.  Μοιάζει να έρχονται με αυτή την ικανότητα και εμείς κάνουμε ότι μπορούμε για να τους την αλλοιώσουμε και να εγκαταστήσουμε την οδυνηρή συνθήκη την οποία βιώνουμε ως ενήλικες που είναι η νοσταλγία, η θλίψη ή η ενοχή  του «πριν» και η αγωνία του «μετά».  Άρα αν αυτή η ασυμφωνία των γονιών του, συμβαίνει ενίοτε δεν είναι καταλυτικό για τον ψυχισμό του παιδιού.  Βεβαίως και δεν είναι το ζητούμενο αλλά δεν είναι τραγικό.  Αυτό που μας απασχολεί σ’ αυτές τις σκέψεις – γραμμές είναι η μόνιμη και σταθερή κόντρα των γονιών για θέματα που είναι καθημερινά όπως: Το παιδί θέλει το tablet, δεν θέλει να φάει το συγκεκριμένο φαΐ,  δεν θέλει να πάει για ύπνο,  θέλει να κοιμηθεί μαζί με τους γονείς,  αργεί να ετοιμαστεί, δεν θέλει να μπει στο μπάνιο, και αφού μπήκε  δεν θέλει να βγει, δεν διαβάζει, ή αργεί πολύ να τελειώσει τις υποχρεώσεις του, τσακωμοί αδελφών και άλλα πολλά.

Αναφέρομαι λοιπόν σε όλες αυτές τις περιπτώσεις που είναι καθημερινές και στις οποίες οι δύο γονείς έχουν διαφορετική αντιμετώπιση.  Συνήθως ο ένας είναι πιο ήρεμος και επιτρεπτικός και ο άλλος πιο ελεγκτικός και αυταρχικός.  Ο ένας είναι πιο προσεκτικός σε θέματα διατροφής και άλλος είναι «έλα μωρέ κι εμείς που μεγαλώσαμε με όλα αυτά τα απαγορευμένα τι πάθαμε;». Ο ένας είναι τακτικός και θέλει να εκπαιδεύσει και το παιδί στην τάξη και ο άλλος είναι χύμα και ενοχλείται με τις παραινέσεις του προηγούμενου και συνήθως κάνει κόμμα  με το παιδί για αντιπαράθεση.  Αυτά όσο χαριτωμένα και γλυκούτσικα κι αν φαίνονται στην αρχή, τόσο οδηγούν σε αδιέξοδο και μάχη για δύναμη και εκφρασμένο ανταγωνισμό  στην πορεία.  Και όταν ξεσπάσει η λαίλαπα του ανταγωνισμού στο ζευγάρι η κατάσταση έχει μόνο κατηφόρα.  Κατηφόρα για τη σχέση και όλεθρο και γκρέμισμα στην άβυσσο της έλλειψης ασφάλειας και εμπιστοσύνης για το παιδί.

Όταν δε οι γονείς διαφωνούν σταθερά και μόνιμα για τις συνήθειες του παιδιού,  το παιδί βιώνει πανικό, σύγχυση, ανασφάλεια, απογοήτευση, ενοχή και τραυματίζεται ανεπανόρθωτα. Συνήθως αυτό έχει συνέπειες στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και καταλήγει δύστροπο, επιθετικό, μη συνεργάσιμο, αμελεί ή δεν αναγνωρίζει τις υποχρεώσεις του, δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη, συνήθως φταίνε οι άλλοι για ότι του συμβαίνει και προετοιμάζεται ένας δυστυχής ενήλικας που ή θα χρειαστεί χρόνια ψυχοθεραπείας (στην καλύτερη) ή θα δυστυχήσει και μαζί του θα δυστυχήσουν κι άλλοι.

Τι προτείνω;

Πέραν του αισιόδοξου αλλά ανύπαρκτου  που είναι τα μαθήματα γονεϊκότητας που θα έπρεπε να μπουν στη ζωή του ανθρώπου πριν ακόμη πάρει την απόφαση να γίνει γονιός (αυτά σε ένα ιδανικό κόσμο του αύριο), προτείνω στους γονείς να το αντιληφθούν, να το παρατηρήσουν, να το επεξεργαστούν και να συνειδητοποιήσουν πως αυτή η συνθήκη της κόντρας και την αντιπαράθεσης δεν οδηγεί σε ευχάριστα μονοπάτια.  Οδηγεί τους ίδιους σε  καυγάδες και θυμούς εκφρασμένους ή όχι και σιγά σιγά σε αποξένωση απομάκρυνση και τελικά χωρισμό.  Σε κάποιες περιπτώσεις όχι λίγες, οδηγεί  σε συμβιβασμό που φέρνει θλίψη, παραίτηση του ενός από την προσπάθεια που μαθηματικά φέρνει την δυστυχία σε όλους.  Το δε παιδί το οδηγεί σε συμπεράσματα λανθασμένα, στην εγγραφή σκληρών πεποιθήσεων που οδηγούν σε λάθος δρόμους και σε ενίσχυση των εκδικητικών του συμπεριφορών.  Ας σημειωθεί πως οι εκδικητικές συμπεριφορές του παιδιού και του αυριανού εφήβου είναι πολύ συχνά κυρίως αυτοτιμωριτικές.  Όλο και πληθαίνουν οι έφηβοι που αυτοτραυματίζονται που περνούν από κρίσεις απόρριψης του φύλου τους, που εγκαταλείπουν το Σχολείο, που χάνονται στη μάστιγα της τεχνολογίας που οδηγούνται σε χρήση ουσιών και άλλα τόσα που δυσκολεύουν τη ζωή όλων.

Όταν αντιληφθεί το ζευγάρι πως έχει συχνές αντιπαραθέσεις στην διαπαιδαγώγηση του παιδιού, είναι φρόνιμο να αποφασίσει πως τέρμα το «εγώ». Τώρα χρειάζεται να λειτουργήσουμε με το «εμείς».  Δεν είμαστε πια «εγώ η Μαρία», «εγώ ο Παναγιώτης», είμαστε «εμείς οι γονείς του Δημητράκη» και ως γονείς χρειάζεται να μάθουμε να λειτουργούμε πλέον για το καλό του παιδιού μας.  Δεν είναι εύκολο να ταυτιστούν οι απόψεις μας σίγουρα, μπορούμε όμως να αποφασίσουμε σε ποια θέματα θα έχει τον τελευταίο λόγο ο ένας και σε ποια ο άλλος.  Δηλαδή ας συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε πχ στο θέμα της διατροφής αλλά ας αποφασίσουμε πως το συγκεκριμένο θέμα το κατέχει καλύτερα ο ένας από τους δύο και αυτός θα ρωτηθεί και θα αποφασίσει οποιαδήποτε στιγμή προκύψει το δίλημμα.  Είναι τόσο δύσκολο να καθίσουνε μορφωμένοι άνθρωποι τις περισσότερες φορές (γιατί εκεί είναι μεγαλύτερα τα αδιέξοδα) να μην μπορούν να χωρίσουν «δυό γαϊδουριών άχυρο»; Είναι τόσο δύσκολο να χωρίσουμε τις αρμοδιότητες; Και αν συμπεράνουμε πως «ναι είναι πολύ δύσκολο» γιατί και οι δύο έχουμε άποψη και δεν κάνουμε πίσω στην άποψη μας να συνειδητοποιήσουμε πως αυτό δεν είναι το «εμείς οι γονείς του Δημητράκη» έχουμε παραμείνει στο «εγώ της Μαρίας» και στο «εγώ του Παναγιώτη».  Ας αποφασίσουμε αν θέλουμε να συνεχίσουμε τρώγοντας τις σάρκες μας και μασουλώντας σιγά σιγά και τις σάρκες του παιδιού μας. 

Αν εσύ που διαβάζεις αυτές τις γραμμές είσαι ο επιτρεπτικός γονιός και αντιμετωπίζεις ένα τέτοιο θέμα, στάσου για λίγο και σκέψου.  Ποιος είναι ο στόχος σου όταν παρεμβαίνεις και αλλάζεις τη θέση του άλλου γονιού; Ποιος είναι ο στόχος σου όταν θέλεις να ικανοποιήσεις το παιδί σου αγνοώντας την άποψη του συντρόφου σου; Τι πραγματικά επιδιώκεις;  Τις περισσότερες φορές η απάντηση που παίρνω σ’ αυτή την ερώτηση είναι: «Ε δεν πειράζει, ας του κάνουμε το χατιράκι, μικρό παιδάκι είναι, άμα μεγαλώσει θα μάθει!».  Έχω τρεις απαντήσεις  σ’ αυτή την συχνά επιπόλαιη θέση. 

Η πρώτη και η σημαντικότερη είναι ότι δεν λες αλήθεια. Ο στόχος σου δεν είναι να ικανοποιήσεις το παιδί. Είναι να ξεμπερδεύεις με το πρόβλημα του επίμονου παιδιού που ζητά, γιατί ξέρεις ότι η επιμονή αυτή δεν έχει τελειωμό.  Αλήθεια είναι.  Δεν έχει τελειωμό, γιατί το παιδί ξέρει πολύ καλά να διεκδικεί το στόχο του όπως κι εσύ άλλωστε.  Αυτό δεν κάνεις παραχωρώντας κάτι που ζητά το παιδί σου; Διεκδικείς την ηρεμία σου. Αυτός είναι ο κυρίαρχος στόχος σου.   Μόνο που είναι μια βραχυπρόθεσμη κάλυψη της δικής σου ανάγκης όπως ακριβώς και του παιδιού σου.  Μήπως είσαστε λοιπόν δύο παιδιά που επαναστατείτε απέναντι στον ενήλικα που αντιστέκεται;  Αυτό θέλεις;  Να ξέρεις πάντως πως έτσι το παιδί μαθαίνει πολύ καλά το «διαίρει και βασίλευε».  Θα συνεχίσει ακάθεκτο να διεκδικεί όταν είσαι παρόν μιας και ξέρει ότι εκεί γύρω είναι ο επιτρεπτικός γονιός που είναι του χεριού του και όταν δεν είσαι θα νοιώθει ανίκανο και μειονεκτικό και θυμωμένο με όποιον δεν του κάνει τα χατίρια. Με όλους δηλαδή.  

Θες να πάμε τώρα και στην δεύτερη θέση;  Όσο το παιδί ικανοποιεί το στόχο του μέσα από την επιμονή, τόσο καταγράφει πως η επιμονή είναι το εργαλείο του. Άρα θα συνεχίσει να επιμένει μέχρι να το καταφέρει.  Βοηθάς λοιπόν στην εγγραφή της πεποίθησης «Ανήκω και είμαι σημαντικός όταν εγώ είμαι ο δυνατός, όταν γίνεται το δικό μου». Αλήθεια αυτό θέλεις;  Μήπως του δίνεις μια ουτοπική εικόνα; Μήπως το οδηγείς στη δυστυχία γιατί κανείς εκεί έξω δεν είναι πρόθυμος να ανεχθεί την επιμονή του και πολύ περισσότερο να του καλύψει καμία απολύτως επιθυμία; 

Και η τρίτη η πιο σκληρή και επικίνδυνη.  Θέλεις απλά να γίνει το δικό σου.  Είτε γιατί πιστεύεις ότι αυτό είναι το σωστό, είτε γιατί δεν θέλεις να υποστηρίξεις τη θέση του συντρόφου σου. Θέλει τόλμη η παραδοχή αυτής της εκδοχής και αν όντως αναγνωρίζεις την αλήθεια σου εδώ, χρειάζεται βαθιά διερεύνηση και θεραπεία.  Σημαίνει πως  η αντίστροφη μέτρηση για τη σχέση έχει αρχίσει.

Θέλω λίγο μόνο να θίξω και την θέση του άλλου γονιού που παρατηρεί τον σύντροφό του να «κακομαθαίνει» το παιδί τους φανερά και εκ συστήματος. Παρατηρεί να παραχωρούνται δικαιώματα και λανθασμένες παροχές προς το παιδί και  είτε  μένει  σε αδιέξοδο ή επιμένει θυμωμένος και παράλληλα θλιμμένος. Συνήθως αυτός ο γονιός νοιώθει μόνος, προσπαθεί να συντηρήσει τις καλές συνήθειες με κάθε τρόπο και μέσο, χωρίς επιτυχία και συχνά περιθωριοποιείται από την υπόλοιπη οικογένεια.  Συνήθως παραιτείται και η υπερπροστασία και το παραχάϊδεμα γιγαντώνεται από τον επιτρεπτικό γονιό με πολλές οδυνηρές συνέπειες για την σωματική και ψυχική υγεία του παιδιού.  Υπάρχει και η περίπτωση χάνοντας τον έλεγχο να επιμένει για το σωστό με λάθος τρόπους.  Και στις δύο περιπτώσεις τα αποτελέσματα είναι ολέθρια και για μεγάλους και για μικρούς.   

Πιστεύω πως η μεγάλη κριτική που αναπτύσσουμε οι άνθρωποι μιας και την έχουμε υποστεί στο μεγαλείο της, κάνει τα πράγματα δύσκολα και ανταγωνιστικά.  Αν καταφέρουμε ποτέ να συμπονέσουμε τον άλλον και τις δικές του αντιξοότητες, αν καταφέρουμε να σκύψουμε πάνω στην διαφορετική άποψη και να θελήσουμε να βρούμε το τι μας ενώνει και όχι να ενισχύουμε αυτό που μας χωρίζει, αν παρακάμψουμε την ανάγκη να θέλουμε να γίνεται το δικό μας,  μπορεί και να ελπίζουμε στην ενότητα που είναι το θεμέλιο της εξέλιξης και της ανθρωπιάς.  Και ίσως έτσι μήπως και τελικά καταφέρουμε να μεταφέρουμε λιγότερα τραύματα στην επόμενη γενιά που αγωνίζεται να επιβιώσει στην κοινωνία που της ετοιμάσαμε.  Πάντα ευτυχώς  θα υπάρχει η ευκαιρία για αναθεώρηση και επαναπροσδιορισμό.  Πάντα ευτυχώς θα υπάρχουν άνθρωποι που θα καταφέρνουν να βγαίνουν από αυτή την τραυματική και περιοριστική συνθήκη στην οποία μας οδηγεί η μειονεξία που υπεραναπληρούμενη εκφράζεται ως έπαρση και αλαζονεία.  Η ενσυναίσθηση είναι η απάντηση που χρειαζόμαστε.  Το να μπούμε στα παπούτσια του άλλου και να δούμε τα πράγματα από την δική του οπτική μπορεί να οδηγήσει σε δρόμους πιο βατούς και ευκολοδιάβατους.  Όταν οι σύντροφοι θα μπορούν να λειτουργούν με εκείνο το ιερό «εμείς» θα μπορέσει η οικογένεια να βάλει άλλα θεμέλια και να ετοιμάσει πιο δυνατές και ικανές προσωπικότητες και εκείνες πιο υγιείς και ολοκληρωμένες άλλες κοκ. Ας οραματιστούμε το καλύτερο γιατί μας χρειάζεται ιδιαίτερα αυτούς τους δύσκολους καιρούς της προς μετά-covid περιόδου.        

Ερατώ Χατζημιχαλάκη – Οικογενειακή Σύμβουλος

www.allazo.gr